- ταμπέλα
- η(λ. ιταλ.), ενεπίγραφη πινακίδα σε τοίχο, πόρτα, συρτάρι κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταμπέλα — η, Ν 1. πινακίδα 2. φρ. «τού κόλλησαν την ταμπέλα» τόν χαρακτήρισαν και, μάλιστα, αρνητικά, τού κόλλησαν τη ρετσινιά, τόν συκοφάντησαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tabella] … Dictionary of Greek
Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos … Wikipedia
πινακίδα — η / πινακίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μικρή πλάκα, ξύλινη ή μεταλλική, πάνω σε θύρα, τοίχο, διάδρομο, συρτάρι, δρόμο, διασταύρωση, η οποία φέρει επιγραφή, η ταμπέλα 2. ειδικό πλαίσιο με τον αριθμό κυκλοφορίας οχήματος μσν. αρχ. μικρό πινάκιο, δέλτος… … Dictionary of Greek
τάβλα — Σανίδα φαγητού κατασκευασμένη από ξύλο αρκετού πάχους. Από αυτήν προέρχονται τα λεγόμενα τραγούδια της τ. Πρόκειται για επιτραπέζια τραγούδια, που τα τραγουδούσαν στα συμπόσια, μετά από γάμους ή ονομαστικές εορτές. Τα τραγούδια αυτά δεν… … Dictionary of Greek